Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

"Παραγωγικα Ζωα"

Bio

Γεννήθηκα πριν από μερικές εβδομάδες. Ήμουν ένα αυγό ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, τοποθετημένο σε ένα μεταλλικό κουτί. Το εύθραυστο περίβλημα του πρώτου μου σπιτιού ζέσταινε ένα τεχνητό φως.

Αμέσως μόλις απέκτησα τη δύναμη να σπάσω το τσόφλι του μικρού μου κόσμου, με άρπαξαν δύο άγρια χέρια χωρίς την παραμικρή τρυφεράδα. Οι βρισιές του εργάτη ήταν οι πρώτοι ανθρώπινοι ήχοι που άκουσα. Η μυρωδιά του κορμιού του και οι αναθυμιάσεις από το αλκοόλ που έβγαζε, με έκαναν να ανατριχιάσω. Μερικά από τα αδέλφια μου δεν επέζησαν αυτές τις πρώτες ώρες της καινούριας μας ζωής. Γεννημένα σε ένα κόσμο που τα έβλεπε μόνο σαν αποθέματα τροφής κι όπου όλοι τα χαρακτήριζαν σαν «παραγωγικά ζώα», η ζωή τα εγκατέλειψε τόσο γρήγορα όσο γρήγορα τους χαρίστηκε αρχικά. Ο θάνατός τους ήταν ένα μοναχικό και χωρίς δάκρυ σκουπίδι μιας παραγωγικής μονάδας.

Άκουσα κάποιον να λέει ότι όλα εμείς τα παιδιά ήμασταν πολύ τυχερά, γεννηθήκαμε σε μία βιολογική επιχείρηση και το καθένα από μας είναι ένα βιολογικό προϊόν... Βιολογικό; Τί να σήμαινε άραγε αυτό; Δεν το ήξερα αλλά αφού έλεγαν οι εργάτες ότι ήμασταν τυχερά, τότε θα ήταν κάτι καλό...

Τις πρώτες ώρες της ζωής μου έψαξα μάταια για την μητέρα μου, ήθελα να γείρω πάνω της, να αισθανθώ την μητρική αγάπη και ζεστασιά. Όμως δεν ήταν κανείς εδώ να ακουμπίσω επάνω του, κανείς να με προστατεύσει, κανείς να με πάρει κάτω από τη φτερούγα του και να διώξει μακριά αυτή τη φριχτή μοναξιά. Παρά το Βιολογικό...

Σε λίγο με μετέφεραν σ’ ένα δωμάτιο μαζί με τα αδέλφια μου και με έβαλαν επάνω σε ένα συρματόπλεγμα. Όλη μου η ύπορξη, όλη μου η ψυχή επιθυμούσε νερό. Αντί γι αυτό, όλο μου το περιβάλλον ήταν από μέταλλο. Παρά το Βιολογικό.

Το μέταλλο μου πονούσε τρομερά τα μικρά μου πόδια. Τα πόδια μου, με τις λεπτές τους νηκτικές μεμβράνες,
ήταν γεννημένα να κολυμπούν κι όχι να πληγιάζουν πάνω στο μέταλλο. Κι εδώ που μας φέρανε είδα πολλά από τα αδέλφια μου να πεθαίνουν. Το πρωί ήταν απλά ξαπλωμένα άψυχα. Πολλές φορές έμεναν εκεί, μέχρι που τα σώματά τους αποσυντίθεντο και κάποια στιγμή τα μάζευαν απρόσεκτα και βιαστικά, σαν μην υπήρχε κάποτε ζωή εκεί μέσα. Παρά το Βιολογικό...


Κάποια μέρα άνοιξε η πόρτα και γρήγορα χέρια μας άρπαξαν και μας μετέφεραν σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου χιλιάδες αδέλφια μου περίμεναν μαζεμένα στη γωνία γεμάτα φόβο. Στην αρχή δεν ξέραμε τί θα μας συμβεί. Τα πόδια μας ήταν πάνω σε κάτι μαλακό και μυρωδάτο. Κίτρινος σανός! Ατελείωτα μαλακός σε αντίθεση με το σκληρό μέταλλο που μας πλήγωνε μέχρι τώρα.

Αν και φοβόμουν ακόμα, έκανα μερικά βήματα πάνω σ’ αυτό το καινούριο μαλακό πάτωμα. Διστακτικά, έβαζα το ένα πόδι μπροστά στο άλλο περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να αισθανθώ τον διαπεραστικό πόνο και την επαφή με το σκληρό κρύο μέταλλο... Όμως... τίποτα! Ήταν υπέροχο! Για πρώτη φορά στη ζωή μου αισθάνθηκα κάτι σαν ευτυχία. Άραγε να ήταν το Βιολογικό που έκανε το στηθάκι μου να γεμίζει με καινούρια δύναμη;


Ακόμα δεν είχα συνηθίσει καλά καλά στο καινούριο δωμάτιο όταν άκουσα από τον διπλανό χώρο φωνές. Κι εκεί είχαν φέρει χιλιάδες από τα αδέλφια μου, ήταν όμως πολύ μεγαλύτερα από μας. Γρήγορα καταλάβαμε την αιτία των φωνών. Αγριάνθρωποι τα άρπαζαν και τα έχωναν με βία μέσα σε μικρά κιβώτια. Είδα πόδια και φτερούγες να σπάνε και μπορούσα να γευτώ αυτή τη παράνοια, που σαν κύματα βίας απλωνόταν μέσα στη νύχτα. Ήθελα να κλείσω τ’ αυτιά μου σ’ αυτές τις κραυγές φόβου, φόβου θανάτου. Παρά το Βιολογικό.

Τα φόρτωσαν σε φορτηγά που περίμεναν, το ένα κιβώτιο πάνω στ’ άλλο σαν να φόρτωναν μαδέρια, νεκρές ύλες. Οι κραυγές σίγασαν, περιμένοντας το μοιραίο. Μετά, τα φορτηγά έβγαλαν κάτι τρομακτικούς ήχους, οι ρόδες τους κινήθηκαν αργά καταπίνοντας την άσφαλτο και αφήνοντας ένα μαύρο σύννεφο πίσω τους, έφυγαν για το πουθενά. Δεν ξέρω τί έγινε μ’ αυτά τα αδέλφια μου, σίγουρα όμως δεν θα ήταν καλό. Παρά το Βιολογικό.

Η χαρά μας για το πάτωμα με σανό δεν κράτησε πολύ. Από την ημέρα που πήραν τα αδέλφια μας στοιβαγμένα στα φορτηγά, ένα καινούριο συναίσθημα ήρθε να πάρει θέση στη ψυχή μας. Η κάθε μέρα μας ήταν στιγματισμένη από τρόμο. Κι ακόμα αυτό το μαλακό μυρωδάτο πάτωμα θα άλλαζε. Έγινε μία βρωμερή λάσπη ανακατεμένη με τα κόπρανα των χιλιάδων αδελφών μου. Πόσο θα ήθελα ησυχία για μια στιγμή! Μόνο μερικά λεπτά ησυχίας, απόλυτης ηρεμίας και σκοταδιού. Αντίθετα, τα φώτα δεν έσβηναν ποτέ, νύχτα και μέρα έπρεπε η φωλιά μας να είναι πλημμυρισμένη με φως, να μην μένουμε στιγμή ξύπνια κι από το πολύ στρες να τρώμε συνέχεια. Τα σώματά μας θα πληρωνόντουσαν σύμφωνα με το βάρος τους και το φαγητό μας περιείχε πρόσθετα για να παίρνουμε βάρος. Μερικά από τα αδέλφια μου, παρασυρμένα από την ανέλπιδη ζωή τους δεν έκαναν καμία προσπάθεια να αντιδράσουν. Αφηνόντουσαν σ’ αυτή τη βίαιη διατροφή μέχρι που τσάκιζαν από το βάρος τους. Ο σκελετός τους δεν άντεχε σ’ αυτή τη παρανοϊκή πάχυνση και πέθαιναν εκεί, ξαπλωμένα και ακίνητα μέσα σε φριχτούς πόνους. Οι απώλειες είχαν υπολογιστεί οικονομικά, οι μαγικές λέξεις ήταν «μεγιστοποίηση βάρους». Παρά το Βιολογικό.

Σήμερα θα πρέπει να είναι μία ιδιαίτερη μέρα. Από νωρίς το πρωί με είχε πιάσει μία ανησυχία, ήξερα ότι σήμερα θα γινόταν κάτι. Ήμουν ανήσυχος, δεν μπορούσα ούτε να φάω καλά καλά. Και μετά ήρθε η νύχτα. Σκέψεις μου τρυπούσαν το μυαλό, εικόνες των συντρόφων μου στοιβαγμένων μέσα στα κιβώτια περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου. Βασανιστικές σκέψεις και παράπονα στον Δημιουργό που επέτρεπε να γίνεται κάτι τέτοιο. Μα δεν θα πρέπει να αγαπά κι εμάς; Κι εμείς δεν είμαστε μέρος της δημιουργίας του; Θα πρέπει μάλλον να τον είχε πάρει ο ύπνος και δεν έβλεπε τη δυστυχία μας, δεν μπορεί να υπάρχει άλλη εξήγηση.

Και να! Ένας θόρυβος ακούστηκε! Ερχόντουσαν, ερχόντουσαν να μας πάρουν στ’ αλήθεια! Και πράγματι, δύο άνδρες ντυμένοι στα μαύρα μπήκαν στο δωμάτιο. Γιατί όμως ήταν μόνο δύο; Πού ήταν όλοι οι άλλοι εργάτες, γιατί δεν φτύνανε στο πάτωμα, γιατί δεν φωνάζανε, δεν πετάγανε αναμμένα τσιγάρα στο πάτωμα, γιατί δεν πίνανε ακόμα μία μπύρα πριν αρχίσουν την φριχτή δουλειά τους; Γιατί δεν γελάγανε και δεν χαιρόντουσαν με τον πόνο και τη δυστυχία του αβοήθητου εμπορεύματος;

Δεν υπήρχε χρόνος για ερωτήσεις. Πανικόβλητα όλα προσπαθήσαμε να δραπετεύσουμε τρέχοντας σε μια γωνιά, μία ενιαία μάζα από φτερά και πούπουλα. Οι άνδρες μας ακολούθησαν κι ήρθαν κατευθείαν κατά πάνω μου! Ήθελα να ουρλιάξω, δεν έβγαινε όμως ούτε ένας ήχος, ήθελα να πετάξω, οι φτερούγες μου όμως δεν μπορούσαν να σηκώσουν το βαρύ μου σώμα. Και τότε με άρπαξαν! Έπιασαν εμένα, έπιασαν έναν αδελφό μου και μετά μια αδελφή μου. Είχαμε παραλύσει από φόβο, πόνο και ανησυχία. Οι άνδρες μας έσφιξαν γερά επάνω τους κι έφυγαν τρέχοντας. Φρέσκο νυχτερινό αεράκι μπήκε με ορμή μέσα στα πνευμόνια μου, κοίταξα τον ουρανό, τ’ αστέρια... Πόσο όμορφα! Ξαφνικά ο φόβος υποχώρησε – θα πέθαινα, αλλά αυτή η μία ματιά στο παράθυρο του ουρανού, τ’ άστρα που σαν αστραφτερά δάκρυα διαπερνούσαν το σκοτάδι του ουρανού, αυτή η μία ματιά γράφτηκε πύρινη στη καρδιά μου. Θα με συνόδευε και θα με παρηγορούσε όταν θα περνούσα τη γέφυρα του ουράνιου τόξου, για την οποία οι γεροντότεροι στη φάρμα διηγόντουσαν ιστορίες.

Όμως αυτοί οι άνδρες ήταν διαφορετικοί από τους εργάτες της φάρμας. Οι φωνές τους ακουγόντουσαν πιο απαλές, τα χέρια τους ήταν πιο μαλακά, τα μάτια τους καλοσυνάτα. Γρήγορα φτάσαμε σε ένα αυτοκίνητο εκεί πιο κάτω και μια χαμογελαστή γυναίκα έμοιαζε σαν να περίμενε εμένα. Με έβαλε στην αγκαλιά της και χάϊδεψε τα βρώμικα φτερά μου. Ακόμα ήλπιζα να πεθάνω γρήγορα, αλλά και αισθανόμουν και κάτι Καινούριο μέσα μου – σαν να ήθελα να ζήσω... Για πρώτη φορά στη ζωή μου ήθελα να ζήσω! Με κάποιο μυστικό τρόπο, με κάποια εσωτερική γνώση που σε μάς τα ζώα έχει χαριστεί, ήξερα ότι όλα θα πάνε καλά! Θα έβλεπα το νερό, θα άγγιζα το νερό, θα βουτούσα στο νερό. Θα με αγαπούσαν, δεν θα χρειαζόταν πια να φοβάμαι! Δεν θα χρειαζόταν να επιστρέψω σ’ αυτή τη φάρμα όπου γεννήθηκα, όπου βασανίστηκα, όπου ήμουν γεμάτος τρόμο. Παρά το Βιολογικό.

Thomas Putzgruber
http://www.respektiere.at/



Μετάφραση
Βάνα Θεοδωρίδου

Σημείωση:
Σε αλληλογραφία με τον συγγραφέα του κειμένου αυτού για να ζητήσουμε ευγενικά την άδειά του να το χρησιμοποιήσουμε στο μπλογκ, μας αποκάλυψε ότι η ιστορία είναι αληθινή. Δύο ακτιβιστές μπήκαν σ’ αυτή τη βιολογική φάρμα κι έκλεψαν-έσωσαν τρία από τα παπιά, τα οποία ζουν τη ζωή που ονειρεύεται ο μικρός πρωταγωνιστής. Για όλη τους τη ζωή, είναι προστατευμένα, τρώνε όσο θέλουν κι όταν θέλουν κι έχουν όσο νερό θέλουν σε μια λιμνούλα για να πλατσουρίζουν.

Δεν μπορείς να σώσεις τα ζώα όλου του κόσμου. Γι αυτό όμως που σώζεις, είναι ο κόσμος όλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου